Библия » Номера Стронга для НЗ » назад » G1236: διάγω

« G1235

G1236: διάγω

G1237 »
Часть речи: Глагол
Значение слова διάγω:

Проводить (время, жизнь), вести.

Оригинальная статья из Strong Dictionary:

From G1223 (dia) and G71 (ago); to pass time or life — lead life, living.

Транслитерация:
диаго / diágō

Произношение:
дья́го / dee-ag'-o

старая версия:


Варианты синодального перевода:

проводить (1), жили (1).

Варианты в King James Bible (2):

lead, living

Варианты в English Standard Version (2):

living, we may lead

Варианты в New American Standard Bible (3):

lead, life, spending

Варианты в греческом тексте:

διάγοντες, διάγωμεν, διάξω


Используется в Новом Завете 2 раза в 2 стихах   — показать где используется в НЗ ×
Данные на основе Textus Receptus, Stephanus 1550.

Словари: Дворецкого Abbott-Smith Liddell-Scott-Jones Moulton-Milligan Thayer's Vine's скрыть
Родственные слова:
G1223 — διά;
G88 — ἀδιάλειπτος;
G592 — ἀποδιορίζω;
G1224 — διαβαίνω;
G1225 — διαβάλλω;
G1226 — διαβεβαιόομαι;
G1227 — διαβλέπω;
G1229 — διαγγέλλω;
G1230 — διαγίνομαι;
G1231 — διαγινώσκω;
G1232 — διαγνωρίζω;
G1234 — διαγογγύζω;
G1235 — διαγρηγορέω;
G1237 — διαδέχομαι;
G1238 — διάδημα;
G1239 — διαδίδωμι;
G1241 — διαζώννυμι;
G1244 — διαιρέω;
G1245 — διακαθαρίζω;
G1246 — διακατελέγχομαι;
G1251 — διακούομαι;
G1252 — διακρίνω;
G1254 — διακωλύω;
G1255 — διαλαλέω;
G1256 — διαλέγομαι;
G1257 — διαλείπω;
G1259 — διαλλάσσω;
G1260 — διαλογίζομαι;
G1262 — διαλύω;
G1263 — διαμαρτύρομαι;
G1264 — διαμάχομαι;
G1265 — διαμένω;
G1266 — διαμερίζω;
G1268 — διανέμω;
G1269 — διανεύω;
G1270 — διανόημα;
G1271 — διάνοια;
G1272 — διανοίγω;
G1273 — διανυκτερεύω;
G1274 — διανύω;
G1275 — διαπαντός;
G1276 — διαπεράω;
G1277 — διαπλέω;
G1278 — διαπονέω;
G1279 — διαπορεύομαι;
G1280 — διαπορέω;
G1281 — διαπραγματεύομαι;
G1282 — διαπρίω;
G1283 — διαρπάζω;
G1284 — διαῤῥήσσω;
G1285 — διασαφέω;
G1286 — διασείω;
G1287 — διασκορπίζω;
G1288 — δεασπάω;
G1289 — διασπείρω;
G1291 — διαστέλλομαι;
G1294 — διαστρέφω;
G1295 — διασώζω;
G1298 — διαταράσσω;
G1299 — διατάσσω;
G1300 — διατελέω;
G1301 — διατηρέω;
G1302 — διατί;
G1303 — διατίθεμαι;
G1304 — διατρίβω;
G1305 — διατροφή;
G1306 — διαυγάζω;
G1307 — διαφανής;
G1308 — διαφέρω;
G1309 — διαφεύγω;
G1310 — διαφημίζω;
G1311 — διαφθείρω;
G1314 — διαφυλάσσω;
G1315 — διαχειρίζομαι;
G1316 — διαχωρίζομαι;
G1326 — διεγείρω;
G1327 — διέξοδος;
G1329 — διερμηνεύω;
G1330 — διέρχομαι;
G1331 — διερωτάω;
G1334 — διηγέομαι;
G1336 — διηνεκές;
G1338 — διΐκνέομαι;
G1339 — διΐστημε;
G1340 — διΐσχυρίζομαι;
G1352 — διό;
G1353 — διοδεύω;
G1357 — διόρθωσις;
G1358 — διορύσσω;
G1360 — διότι;
G1368 — διῦλίζω;
G1555 — ἐκδιηγέομαι;
G71 — ἄγω;
G32 — ἄγγελος;
G33 — ἄγε;
G34 — ἀγέλη;
G61 — ἄγρα;
G68 — ἀγρός;
G72 — ἀγωγή;
G73 — ἀγών;
G321 — ἀνάγω;
G514 — ἄξιος;
G520 — ἀπάγω;
G747 — ἀρχηγός;
G1396 — δουλαγωγέω;
G1521 — εἰσάγω;
G1806 — ἐξάγω;
G1863 — ἐπάγω;
G2233 — ἡγέομαι;
G2609 — κατάγω;
G3329 — μετάγω;
G3489 — ναυαγέω;
G3807 — παιδαγωγός;
G3855 — παράγω;
G4013 — περιάγω;
G4254 — προάγω;
G4317 — προσάγω;
G4755 — στρατηγός;
G4812 — συλαγωγέω;
G4863 — συνάγω;
G5217 — ὑπάγω;
G5468 — χαλιναγωγέω;
G5497 — χειραγωγός;
G5524 — χορηγέω;
Похожие слова в Ветхом Завете:
H935 — בּוֹא (bo);
H1980 — הָלַךְ (haw-lak');
H5674 — עָבַר (aw-bar');
H6589 — פָּשַׂק (paw-sak');

© 2016−2024, сделано с любовью для любящих и ищущих Бога.