Библия » Номера Стронга для НЗ » назад » G1299: διατάσσω

« G1298

G1299: διατάσσω

G1300 »
Часть речи: Глагол
Значение слова διατάσσω:

1. устанавливать, наставлять, устраивать, распределять;
2. повелевать, распоряжаться, приказывать.

Оригинальная статья из Strong Dictionary:

From G1223 (dia) and G5021 (tasso); to arrange thoroughly, i.e. (specially) institute, prescribe, etc. — appoint, command, give, (set in) order, ordain.

Транслитерация:
диатассо / diatássō

Произношение:
дьята́ссо / dee-at-as'-so

старая версия:


Варианты синодального перевода:

повелел (3), приказал (2), наставления (1), определенного (1), Он велел (1), приказание (1), повеленное (1), приказанию (1), я повелеваю (1), устрою (1), я установил (1), и преподан (1), приказывал (1).

Варианты в King James Bible (17):

appointed, ordained, order, I, commanding, hath, commanded

Варианты в English Standard Version (16):

has prescribed that, I will give instructions, He directed that, followed their orders, instructing, directed, I directed, had ordered, he was told, are authorized, had directed, I prescribe, He had arranged, He ordered, It was administered, commanded

Варианты в New American Standard Bible (19):

ordained, arrange, direct, instructions, orders, ordered, arranged, directed, gave, giving, commanded

Варианты в греческом тексте:

διαταγεὶς, διαταξάμενος, διατάξομαι, διατάσσομαι, διατάσσων, διαταχθέντα, διατεταγμένον, διατεταγμένος, διέταξα, διεταξάμην, διετάξατο, διέταξεν


Используется в Новом Завете 16 раз в 16 стихах   — показать где используется в НЗ ×
Данные на основе Textus Receptus, Stephanus 1550.

Словари: Дворецкого Abbott-Smith Liddell-Scott-Jones Moulton-Milligan Thayer's Vine's скрыть
Родственные слова:
G1296 — διαταγή;
G1297 — διάταγμα;
G1928 — ἐπιδιατάσσομαι;
G1223 — διά;
G88 — ἀδιάλειπτος;
G592 — ἀποδιορίζω;
G1224 — διαβαίνω;
G1225 — διαβάλλω;
G1226 — διαβεβαιόομαι;
G1227 — διαβλέπω;
G1229 — διαγγέλλω;
G1230 — διαγίνομαι;
G1231 — διαγινώσκω;
G1232 — διαγνωρίζω;
G1234 — διαγογγύζω;
G1235 — διαγρηγορέω;
G1236 — διάγω;
G1237 — διαδέχομαι;
G1238 — διάδημα;
G1239 — διαδίδωμι;
G1241 — διαζώννυμι;
G1244 — διαιρέω;
G1245 — διακαθαρίζω;
G1246 — διακατελέγχομαι;
G1251 — διακούομαι;
G1252 — διακρίνω;
G1254 — διακωλύω;
G1255 — διαλαλέω;
G1256 — διαλέγομαι;
G1257 — διαλείπω;
G1259 — διαλλάσσω;
G1260 — διαλογίζομαι;
G1262 — διαλύω;
G1263 — διαμαρτύρομαι;
G1264 — διαμάχομαι;
G1265 — διαμένω;
G1266 — διαμερίζω;
G1268 — διανέμω;
G1269 — διανεύω;
G1270 — διανόημα;
G1271 — διάνοια;
G1272 — διανοίγω;
G1273 — διανυκτερεύω;
G1274 — διανύω;
G1275 — διαπαντός;
G1276 — διαπεράω;
G1277 — διαπλέω;
G1278 — διαπονέω;
G1279 — διαπορεύομαι;
G1280 — διαπορέω;
G1281 — διαπραγματεύομαι;
G1282 — διαπρίω;
G1283 — διαρπάζω;
G1284 — διαῤῥήσσω;
G1285 — διασαφέω;
G1286 — διασείω;
G1287 — διασκορπίζω;
G1288 — δεασπάω;
G1289 — διασπείρω;
G1291 — διαστέλλομαι;
G1294 — διαστρέφω;
G1295 — διασώζω;
G1298 — διαταράσσω;
G1300 — διατελέω;
G1301 — διατηρέω;
G1302 — διατί;
G1303 — διατίθεμαι;
G1304 — διατρίβω;
G1305 — διατροφή;
G1306 — διαυγάζω;
G1307 — διαφανής;
G1308 — διαφέρω;
G1309 — διαφεύγω;
G1310 — διαφημίζω;
G1311 — διαφθείρω;
G1314 — διαφυλάσσω;
G1315 — διαχειρίζομαι;
G1316 — διαχωρίζομαι;
G1326 — διεγείρω;
G1327 — διέξοδος;
G1329 — διερμηνεύω;
G1330 — διέρχομαι;
G1331 — διερωτάω;
G1334 — διηγέομαι;
G1336 — διηνεκές;
G1338 — διΐκνέομαι;
G1339 — διΐστημε;
G1340 — διΐσχυρίζομαι;
G1352 — διό;
G1353 — διοδεύω;
G1357 — διόρθωσις;
G1358 — διορύσσω;
G1360 — διότι;
G1368 — διῦλίζω;
G1555 — ἐκδιηγέομαι;
G5021 — τάσσω;
G392 — ἀνατάσσομαι;
G498 — ἀντιτάσσομαι;
G657 — ἀποτάσσομαι;
G813 — ἄτακτος;
G2004 — ἐπιτάσσω;
G4367 — προστάσσω;
G4384 — προτάσσω;
G4929 — συντάσσω;
G5001 — τάγμα;
G5002 — τακτός;
G5010 — τάξις;
G5293 — ὑποτάσσω;
Похожие слова в Ветхом Завете:
H559 — אָמַר (aw-mar');
H1254 — בָּרָא (baw-raw');
H2710 — חָקַק (khaw-kak');
H4058 — מָדַד (maw-dad');
H4487 — מָנָה (maw-naw');
H6622 — פָּתַר (paw-thar');
H7760 — שִׂים (soom, seem);
H8104 — שָׁמַר (shaw-mar');

© 2016−2024, сделано с любовью для любящих и ищущих Бога.