Библия » Номера Стронга для НЗ » назад » G1294: διαστρέφω

« G1293

G1294: διαστρέφω

G1295 »
Часть речи: Глагол
Значение слова διαστρέφω:

1. выворачивать, искривлять; в переносном смысле — искажать, извращать, развращать, совращать, превращать;
2. уводить в сторону, отвращать.

Оригинальная статья из Strong Dictionary:

From G1223 (dia) and G4762 (strepho); to distort, i.e. (figuratively) misinterpret, or (morally) corrupt — perverse(-rt), turn away.

Транслитерация:
диастрефо / diastréphō

Произношение:
дьястрэ́фо / dee-as-tref'-o

старая версия:


Варианты синодального перевода:

развращенный (2), развращает (1), отвратить (1), ты совращать (1), превратно (1), развращенного (1).

Варианты в King James Bible (7):

perverse, perverting, away, things, pervert

Варианты в English Standard Version (7):

[and] distort, perverse, subverting, perverting, to turn

Варианты в New American Standard Bible (10):

perverse, make, perverted, turn, away, crooked, things, misleading

Варианты в греческом тексте:

διαστρέφοντα, διαστρέφοντες, διαστρέφων, διαστρέψαι, διεστραμμένα, διεστραμμένη, διεστραμμένης, διεστραμμένον


Используется в Новом Завете 7 раз в 7 стихах   — показать где используется в НЗ ×
Данные на основе Textus Receptus, Stephanus 1550.

Словари: Дворецкого Abbott-Smith Liddell-Scott-Jones Moulton-Milligan Thayer's Vine's скрыть
Родственные слова:
G1223 — διά;
G88 — ἀδιάλειπτος;
G592 — ἀποδιορίζω;
G1224 — διαβαίνω;
G1225 — διαβάλλω;
G1226 — διαβεβαιόομαι;
G1227 — διαβλέπω;
G1229 — διαγγέλλω;
G1230 — διαγίνομαι;
G1231 — διαγινώσκω;
G1232 — διαγνωρίζω;
G1234 — διαγογγύζω;
G1235 — διαγρηγορέω;
G1236 — διάγω;
G1237 — διαδέχομαι;
G1238 — διάδημα;
G1239 — διαδίδωμι;
G1241 — διαζώννυμι;
G1244 — διαιρέω;
G1245 — διακαθαρίζω;
G1246 — διακατελέγχομαι;
G1251 — διακούομαι;
G1252 — διακρίνω;
G1254 — διακωλύω;
G1255 — διαλαλέω;
G1256 — διαλέγομαι;
G1257 — διαλείπω;
G1259 — διαλλάσσω;
G1260 — διαλογίζομαι;
G1262 — διαλύω;
G1263 — διαμαρτύρομαι;
G1264 — διαμάχομαι;
G1265 — διαμένω;
G1266 — διαμερίζω;
G1268 — διανέμω;
G1269 — διανεύω;
G1270 — διανόημα;
G1271 — διάνοια;
G1272 — διανοίγω;
G1273 — διανυκτερεύω;
G1274 — διανύω;
G1275 — διαπαντός;
G1276 — διαπεράω;
G1277 — διαπλέω;
G1278 — διαπονέω;
G1279 — διαπορεύομαι;
G1280 — διαπορέω;
G1281 — διαπραγματεύομαι;
G1282 — διαπρίω;
G1283 — διαρπάζω;
G1284 — διαῤῥήσσω;
G1285 — διασαφέω;
G1286 — διασείω;
G1287 — διασκορπίζω;
G1288 — δεασπάω;
G1289 — διασπείρω;
G1291 — διαστέλλομαι;
G1295 — διασώζω;
G1298 — διαταράσσω;
G1299 — διατάσσω;
G1300 — διατελέω;
G1301 — διατηρέω;
G1302 — διατί;
G1303 — διατίθεμαι;
G1304 — διατρίβω;
G1305 — διατροφή;
G1306 — διαυγάζω;
G1307 — διαφανής;
G1308 — διαφέρω;
G1309 — διαφεύγω;
G1310 — διαφημίζω;
G1311 — διαφθείρω;
G1314 — διαφυλάσσω;
G1315 — διαχειρίζομαι;
G1316 — διαχωρίζομαι;
G1326 — διεγείρω;
G1327 — διέξοδος;
G1329 — διερμηνεύω;
G1330 — διέρχομαι;
G1331 — διερωτάω;
G1334 — διηγέομαι;
G1336 — διηνεκές;
G1338 — διΐκνέομαι;
G1339 — διΐστημε;
G1340 — διΐσχυρίζομαι;
G1352 — διό;
G1353 — διοδεύω;
G1357 — διόρθωσις;
G1358 — διορύσσω;
G1360 — διότι;
G1368 — διῦλίζω;
G1555 — ἐκδιηγέομαι;
G4762 — στρέφω;
G390 — ἀναστρέφω;
G654 — ἀποστρέφω;
G1612 — ἐκστρέφω;
G1994 — ἐπιστρέφω;
G2690 — καταστρέφω;
G3344 — μεταστρέφω;
G4761 — στρεβλόω;
G4962 — συστρέφω;
G5290 — ὑποστρέφω;
Похожие слова в Ветхом Завете:
H2015 — הָפַךְ (haw-vak');
H3510 — כָּאַב (kaw-ab');
H3512 — כָּאָה (kaw-aw');
H5106 — נוּא (noo);
H5186 — נָטָה (naw-taw');
H5791 — עָוַת (aw-vath');
H5916 — עָכַר (aw-kar');
H6127 — עָקַל (aw-kal');
H6140 — עָקַשׁ (aw-kash');
H6544 — פָּרַע (paw-rah');
H6617 — פָּתַל (paw-thal');
H6679 — צִיד (tsood);
H8446 — תּוּר (toor);
H8610 — תָּפַשׂ (taw-fas');

© 2016−2024, сделано с любовью для любящих и ищущих Бога.