Библия » Номера Стронга для НЗ » назад » G1256: διαλέγομαι

« G1255

G1256: διαλέγομαι

G1257 »
Часть речи: Глагол
Значение слова διαλέγομαι:

1. разговаривать, беседовать;
2. обсуждать, рассуждать, спорить, диспутировать, дискуссировать.

Оригинальная статья из Strong Dictionary:

Middle voice from G1223 (dia) and G3004 (lego); to say thoroughly, i.e. Discuss (in argument or exhortation) — dispute, preach (unto), reason (with), speak.

Транслитерация:
диалегомаи / dialégomai

Произношение:
дьяле́гοмэ / dee-al-eg'-om-ahee

старая версия:


Варианты синодального перевода:

рассуждали (1), говорил (1), он рассуждал (1), он говорил (1), и рассуждал (1), беседуя (1), проповедывал (1), беседовал (1), беседы (1), спорящим (1), И как он говорил (1), с диаволом (1), споря (1), предлагается (1).

Варианты в King James Bible (13):

disputing, speaketh, he, disputed, preaching, preached, with, reasoned

Варианты в English Standard Version (13):

talked, *, arguing, expounded, he reasoned, to conduct daily discussions, he talked, debating, addresses, [and] reasoned, they had been arguing about

Варианты в New American Standard Bible (14):

addressed, discussing, reasoning, discussion, talking, argued, discussed, carrying, reasoned

Варианты в греческом тексте:

διαλέγεται, διαλεγόμενον, διαλεγόμενος, διαλεγομένου, διελέγετο, διελέξατο, διελέχθησαν


Используется в Новом Завете 13 раз в 13 стихах   — показать где используется в НЗ ×
Данные на основе Textus Receptus, Stephanus 1550.

Словари: Дворецкого Abbott-Smith Liddell-Scott-Jones Moulton-Milligan Thayer's Vine's скрыть
Родственные слова:
G1258 — διάλεκτος;
G1223 — διά;
G88 — ἀδιάλειπτος;
G592 — ἀποδιορίζω;
G1224 — διαβαίνω;
G1225 — διαβάλλω;
G1226 — διαβεβαιόομαι;
G1227 — διαβλέπω;
G1229 — διαγγέλλω;
G1230 — διαγίνομαι;
G1231 — διαγινώσκω;
G1232 — διαγνωρίζω;
G1234 — διαγογγύζω;
G1235 — διαγρηγορέω;
G1236 — διάγω;
G1237 — διαδέχομαι;
G1238 — διάδημα;
G1239 — διαδίδωμι;
G1241 — διαζώννυμι;
G1244 — διαιρέω;
G1245 — διακαθαρίζω;
G1246 — διακατελέγχομαι;
G1251 — διακούομαι;
G1252 — διακρίνω;
G1254 — διακωλύω;
G1255 — διαλαλέω;
G1257 — διαλείπω;
G1259 — διαλλάσσω;
G1260 — διαλογίζομαι;
G1262 — διαλύω;
G1263 — διαμαρτύρομαι;
G1264 — διαμάχομαι;
G1265 — διαμένω;
G1266 — διαμερίζω;
G1268 — διανέμω;
G1269 — διανεύω;
G1270 — διανόημα;
G1271 — διάνοια;
G1272 — διανοίγω;
G1273 — διανυκτερεύω;
G1274 — διανύω;
G1275 — διαπαντός;
G1276 — διαπεράω;
G1277 — διαπλέω;
G1278 — διαπονέω;
G1279 — διαπορεύομαι;
G1280 — διαπορέω;
G1281 — διαπραγματεύομαι;
G1282 — διαπρίω;
G1283 — διαρπάζω;
G1284 — διαῤῥήσσω;
G1285 — διασαφέω;
G1286 — διασείω;
G1287 — διασκορπίζω;
G1288 — δεασπάω;
G1289 — διασπείρω;
G1291 — διαστέλλομαι;
G1294 — διαστρέφω;
G1295 — διασώζω;
G1298 — διαταράσσω;
G1299 — διατάσσω;
G1300 — διατελέω;
G1301 — διατηρέω;
G1302 — διατί;
G1303 — διατίθεμαι;
G1304 — διατρίβω;
G1305 — διατροφή;
G1306 — διαυγάζω;
G1307 — διαφανής;
G1308 — διαφέρω;
G1309 — διαφεύγω;
G1310 — διαφημίζω;
G1311 — διαφθείρω;
G1314 — διαφυλάσσω;
G1315 — διαχειρίζομαι;
G1316 — διαχωρίζομαι;
G1326 — διεγείρω;
G1327 — διέξοδος;
G1329 — διερμηνεύω;
G1330 — διέρχομαι;
G1331 — διερωτάω;
G1334 — διηγέομαι;
G1336 — διηνεκές;
G1338 — διΐκνέομαι;
G1339 — διΐστημε;
G1340 — διΐσχυρίζομαι;
G1352 — διό;
G1353 — διοδεύω;
G1357 — διόρθωσις;
G1358 — διορύσσω;
G1360 — διότι;
G1368 — διῦλίζω;
G1555 — ἐκδιηγέομαι;
G3004 — λέγω;
G483 — ἀντίλεγω;
G1586 — ἐκλέγομαι;
G1951 — ἐπιλέγομαι;
G2036 — ἔπω;
G2312 — θεοδίδακτος;
G2639 — καταλέγω;
G2980 — λαλέω;
G3056 — λόγος;
G3151 — ματαιολόγος;
G3473 — μωρολογία;
G3881 — παραλέγομαι;
G4302 — προλέγω;
G4483 — ῥέω;
G4691 — σπερμολόγος;
G4758 — στρατολογέω;
G4816 — συλλέγω;
G4883 — συναρμολογέω;
G5346 — φημί;
G5542 — χρηστολογία;
G5573 — ψευδολόγος;
Похожие слова в Ветхом Завете:
H1696 — דָּבַר (daw-bar');
H7378 — רוּב (reeb, roob);

© 2016−2024, сделано с любовью для любящих и ищущих Бога.