Библия » Номера Стронга для НЗ » назад » G2716: κατεργάζομαι

« G2715

G2716: κατεργάζομαι

G2717 »
Часть речи: Глагол
Значение слова κατεργάζομαι:

Творить, делать, совершать, производить, создавать.

Оригинальная статья из Strong Dictionary:

From G2596 (kata) and G2038 (ergazomai); to work fully, i.e. Accomplish; by implication, to finish, fashion — cause, to (deed), perform, work (out).

Транслитерация:
катергазомаи / katergázomai

Произношение:
катэрга́зοмэ / kat-er-gad'-zom-ahee

старая версия:


Варианты синодального перевода:

производит (6), делаю (3), творит (1), поступали (1), делая (1), делающего (1), происходит (1), произвел (1), причиняет (1), чтобы сделать (1), совершил (1), сделавшего (1), создал (1), произвело (1), оказались (1), преодолев (1), совершайте (1).

Варианты в King James Bible (26):

doeth, out, done, perform, do, working, wrought, hath, causeth, worketh

Варианты в English Standard Version (21):

did, brings, develops, produces, to do, I do, is producing, committed, does, has prepared, continue to work out, has accomplished, who do, having done, it produced, produced, carrying out, has produced, were performed, will produce

Варианты в New American Standard Bible (24):

accomplished, done, brings, effecting, produces, carried, committing, doing, committed, does, producing, about, prepared, produced, work, performed

Варианты в греческом тексте:

κατειργάσατο, κατειργάσθη, κατεργᾷ, κατεργάζεσθαι, κατεργάζεσθε, κατεργάζεται, κατεργάζομαι, κατεργαζομένη, κατεργαζόμενοι, κατεργαζομένου, κατεργασάμενοι, κατεργασάμενον, κατεργασάμενος


Используется в Новом Завете 24 раза в 23 стихах   — показать где используется в НЗ ×
Данные на основе Textus Receptus, Stephanus 1550.

Словари: Дворецкого Abbott-Smith Liddell-Scott-Jones Moulton-Milligan Thayer's Vine's скрыть
Родственные слова:
G2596 — κατά;
G177 — ἀκατακάλυπτος;
G1246 — διακατελέγχομαι;
G1527 — εἷς, καθ, εἷς;
G2505 — καθά;
G2507 — καθαιρέω;
G2510 — καθάπτω;
G2515 — καθέδρα;
G2516 — καθέζομαι;
G2517 — καθεξῆς;
G2518 — καθεύδω;
G2519 — καθηγητής;
G2520 — καθήκω;
G2521 — κάθημαι;
G2522 — καθημερινός;
G2524 — καθίημι;
G2525 — καθίστημι;
G2526 — καθό;
G2527 — καθόλου;
G2528 — καθοπλίζω;
G2529 — καθοράω;
G2530 — καθότι;
G2531 — καθώς;
G2576 — καμμύω;
G2597 — καταβαίνω;
G2598 — καταβάλλω;
G2599 — καταβαρέω;
G2601 — καταβιβάζω;
G2603 — καταβραβεύω;
G2605 — καταγγέλλω;
G2607 — καταγινώσκω;
G2608 — κατάγνυμι;
G2609 — κατάγω;
G2610 — καταγωνίζομαι;
G2611 — καταδέω;
G2612 — κατάδηλος;
G2613 — καταδικάζω;
G2614 — καταδιώκω;
G2615 — καταδουλόω;
G2616 — καταδυναστεύω;
G2617 — καταισχύνω;
G2618 — κατακαίω;
G2619 — κατακαλύπτω;
G2620 — κατακαυχάομαι;
G2621 — κατάκειμαι;
G2622 — κατακλάω;
G2623 — κατακλείω;
G2624 — κατακληροδοτέω;
G2625 — κατακλίνω;
G2626 — κατακλύζω;
G2628 — κατακολουθέω;
G2629 — κατακόπτω;
G2630 — κατακρημνίζω;
G2632 — κατακρίνω;
G2634 — κατακυριεύω;
G2637 — κατάλαλος;
G2638 — καταλαμβάνω;
G2639 — καταλέγω;
G2641 — καταλείπω;
G2642 — καταλιθάζω;
G2644 — καταλλάσσω;
G2645 — κατάλοιπος;
G2647 — καταλύω;
G2648 — καταμανθάνω;
G2649 — καταμαρτυρέω;
G2650 — καταμένω;
G2651 — καταμόνας;
G2652 — κατανάθεμα;
G2653 — καταναθεματίζω;
G2654 — καταναλίσκω;
G2655 — καταναρκάω;
G2656 — κατανεύω;
G2657 — κατανοέω;
G2658 — καταντάω;
G2660 — κατανύσσω;
G2661 — καταξιόω;
G2662 — καταπατέω;
G2664 — καταπαύω;
G2665 — καταπέτασμα;
G2666 — καταπίνω;
G2667 — καταπίπτω;
G2668 — καταπλέω;
G2669 — καταπονέω;
G2670 — καταποντίζω;
G2671 — κατάρα;
G2673 — καταργέω;
G2674 — καταριθμέω;
G2675 — καταρτίζω;
G2678 — κατασείω;
G2679 — κατασκάπτω;
G2680 — κατασκευάζω;
G2681 — κατασκηνόω;
G2683 — κατασκιάζω;
G2685 — κατάσκοπος;
G2686 — κατασοφίζομαι;
G2687 — καταστέλλω;
G2690 — καταστρέφω;
G2691 — καταστρηνιάω;
G2693 — καταστρώννυμι;
G2694 — κατασύρω;
G2695 — κατασφάττω;
G2696 — κατασφραγίζω;
G2698 — κατατίθημι;
G2699 — κατατομή;
G2700 — κατατοξεύω;
G2701 — κατατρέχω;
G2702 — καταφέρω;
G2703 — καταφευγω;
G2704 — καταφθείρω;
G2705 — καταφιλέω;
G2706 — καταφρονέω;
G2708 — καταχέω;
G2709 — καταχθόνιος;
G2710 — καταχράομαι;
G2711 — καταψύχω;
G2712 — κατείδωλος;
G2713 — κατέναντι;
G2714 — κατενώπιον;
G2715 — κατεξουσιάζω;
G2718 — κατέρχομαι;
G2719 — κατεσθίω;
G2721 — κατεφίστημι;
G2722 — κατέχω;
G2725 — κατήγορος;
G2726 — κατήφεια;
G2727 — κατηχέω;
G2728 — κατιόω;
G2729 — κατισχύω;
G2730 — κατοικέω;
G2734 — κατοπτρίζομαι;
G2735 — κατόρθωμα;
G2736 — κάτω, κατωτέρω;
G4785 — συγκαταψηφίζω;
G5236 — ὑπερβολή;
G2038 — ἐργάζομαι;
G4020 — περιεργάζομαι;
G4333 — προσεργάζομαι;
Похожие слова в Ветхом Завете:
H2799 — חֲרֹשֶׁת (khar-o'-sheth);
H3773 — כְּרֻתוֹת (kaw-rooth-aw');
H4952 — מִשְׁרָה (mish-raw');
H5647 — עָבַד (aw-bad');
H6213 — עָשָׂה (aw-saw');
H6466 — פָּעַל (paw-al');
H6687 — צוּף (tsoof);
H7287 — רָדָה (raw-daw');

© 2016−2024, сделано с любовью для любящих и ищущих Бога.